- συμπατήσαντες
- συμπατέωtread togetheraor part act masc nom/voc plσυμπατέωtread togetheraor part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμπατώ — έω, ΜΑ [πατῶ] συνθλίβω πατώντας με τα πόδια (α. «συμπατήσαντες [τὰς σταφυλάς]» β. «γέννημα φρύνου συνεπάτησε βοὺς πίνων», Βάβρ.) αρχ. 1. (σχετικά με ρούχα και υφάσματα σε πλύση) πατώ μαζί με άλλους με τα πόδια 2. καταπατώ («Λακεδαιμονίους οἳ τὸν… … Dictionary of Greek